- βαλανείο
- Ονομασία με την οποία ήταν γνωστά στους αρχαίους τα λουτρά, καθώς και το σκεύος μέσα στο οποίο πλένονταν ή ετοίμαζαν το λουτρό. Τα β. των αρχαίων διέθεταν ζεστά και κρύα λουτρά, καθώς και ατμόλουτρα, και μπορούσαν να είναι δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι ιδιοκτήτες ή διαχειριστές των β. ονομάζονταν βαλανείςβαλανευτές (θηλ. βαλανεύτριεςβαλάνισσες). Για την είσοδο στο κτίριο οι πολίτες πλήρωναν ένα αντίτιμο, το επίλουτρο. Τα β., εκτός από το λουτρό, πρόσφεραν στους πελάτες τους και τη δυνατότητα να περιποιηθούν τα μαλλιά ή τα νύχια τους. Πέρα από τη συγκεκριμένη λειτουργία του, ο χώρος του β. αποτελούσε κατά την αρχαιότητα –όπως και το κουρείο– κέντρο κοινωνικής συναναστροφής, όπου διαδίδονταν και σχολιάζονταν τα κοινωνικά γεγονότα. Οι βαλανείς και οι βαλάνισσες, αλλά και αυτοί που σύχναζαν στα β., θεωρούνταν συχνά ως μη σοβαρά πρόσωπα, ενώ ειδικά οι πρώτοι είχαν φήμη εξαιρετικά φλύαρων ατόμων, γεγονός που αναφέρεται από τον Διογενιανό τον παροιμιογράφο καθώς και από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία. Κατά τους χρόνους της παρακμής ειδικότερα, κυρίως στη Ρώμη, τα β. είχαν εξελιχθεί σε χώρους όπου οργανώνονταν πολύωρες διασκεδάσεις, γεύματα και ερωτικά όργια. Ωστόσο, κατά καιρούς το β. αποτελούσε και τόπο φιλοσοφικών διαλέξεων και συζητήσεων.
Dictionary of Greek. 2013.