βαλανείο

βαλανείο
Ονομασία με την οποία ήταν γνωστά στους αρχαίους τα λουτρά, καθώς και το σκεύος μέσα στο οποίο πλένονταν ή ετοίμαζαν το λουτρό. Τα β. των αρχαίων διέθεταν ζεστά και κρύα λουτρά, καθώς και ατμόλουτρα, και μπορούσαν να είναι δημόσιες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις. Οι ιδιοκτήτες ή διαχειριστές των β. ονομάζονταν βαλανείςβαλανευτές (θηλ. βαλανεύτριεςβαλάνισσες). Για την είσοδο στο κτίριο οι πολίτες πλήρωναν ένα αντίτιμο, το επίλουτρο. Τα β., εκτός από το λουτρό, πρόσφεραν στους πελάτες τους και τη δυνατότητα να περιποιηθούν τα μαλλιά ή τα νύχια τους. Πέρα από τη συγκεκριμένη λειτουργία του, ο χώρος του β. αποτελούσε κατά την αρχαιότητα –όπως και το κουρείο– κέντρο κοινωνικής συναναστροφής, όπου διαδίδονταν και σχολιάζονταν τα κοινωνικά γεγονότα. Οι βαλανείς και οι βαλάνισσες, αλλά και αυτοί που σύχναζαν στα β., θεωρούνταν συχνά ως μη σοβαρά πρόσωπα, ενώ ειδικά οι πρώτοι είχαν φήμη εξαιρετικά φλύαρων ατόμων, γεγονός που αναφέρεται από τον Διογενιανό τον παροιμιογράφο καθώς και από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία. Κατά τους χρόνους της παρακμής ειδικότερα, κυρίως στη Ρώμη, τα β. είχαν εξελιχθεί σε χώρους όπου οργανώνονταν πολύωρες διασκεδάσεις, γεύματα και ερωτικά όργια. Ωστόσο, κατά καιρούς το β. αποτελούσε και τόπο φιλοσοφικών διαλέξεων και συζητήσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Βαλανείο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 368 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στα βόρεια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Εσπερίων του νομού Κερκύρας …   Dictionary of Greek

  • Παρασκευά σπηλιά — Όνομασία σπηλαίου του Πειραιά, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στο Μικρολίμανο και στο Πασαλιμάνι. Η ονομασία του οφείλεται στον επιχειρηματία, που είχε εγκαταστήσει εκεί μαγειρείο και οινοπωλείο στα τελευταία χρόνια και λεγόταν Παρασκευάς. Το σπήλαιο… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • ολεάριος — ὀλεάριος, ὁ (Α) ο υπάλληλος που ήταν επιφορτισμένος με την παραλαβή και φύλαξη τών ενδυμάτων αυτών που έκαναν το λουτρό τους στο βαλανείο …   Dictionary of Greek

  • σηράγγιον — τὸ, Α [σῆραγξ, αγγος] υποκορ. ονομασία σπηλαίου στον Πειραιά, όπου υπήρχε βαλανείο …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”